transponer - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

transponer (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "transponer" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή του "transponer" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /tɾanspoˈneɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "transponer" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη της μεταφοράς ή αλλαγής θέσης αντικειμένων, δεδομένων ή ιδεών. Χρησιμοποιείται συχνά σε μαθηματικά και μουσική, αλλά και σε γενικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Voy a transponer los datos a la hoja de cálculo.
    (Θα μεταφέρω τα δεδομένα στο υπολογιστικό φύλλο.)

  2. El profesor nos pidió que transponiéramos la canción a una tonalidad más alta.
    (Ο καθηγητής μας ζήτησε να αλλάξουμε την μελωδία σε μια υψηλότερη τονικότητα.)

  3. Es necesario transponer las imágenes para una mejor presentación.
    (Είναι απαραίτητο να μεταφέρουμε τις εικόνες για μια καλύτερη παρουσίαση.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "transponer" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες περιπτώσεις για να περιγράψει την ιδέα της αλλαγής ή της μεταφοράς.

Παραδειγματικές προτάσεις με ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Transponer las prioridades es fundamental en tiempos de crisis.
    (Η μεταφορά των προτεραιοτήτων είναι θεμελιώδης σε περιόδους κρίσης.)

  2. A veces hace falta transponer la realidad para comprenderla mejor.
    (Μερικές φορές είναι απαραίτητο να μεταφέρουμε την πραγματικότητα για να την κατανοήσουμε καλύτερα.)

  3. El artista decidió transponer sus emociones en sus obras.
    (Ο καλλιτέχνης αποφάσισε να μεταφέρει τα συναισθήματά του στα έργα του.)

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "transponer" προέρχεται από τη λατινική "transponere", όπου "trans-" σημαίνει "διά μέσου" και "ponere" σημαίνει "να θέτω" ή "να τοποθετώ".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - reemplazar (αντικαθιστώ) - alterar (αλλάζω)

Αντώνυμα: - conservar (διατηρώ) - fijar (σταθεροποιώ)



23-07-2024