Η λέξη "trepa" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "trepa" είναι /ˈtɾepa/.
Η λέξη "trepa" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει ένα άτομο που ανα climbs/αναρριχάται σε τοίχους, δέντρα ή οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια. Συχνά χρησιμοποιείται σε καθημερινές, προφορικές καταστάσεις, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί σε γραπτό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια και είναι πιο κοινά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο.
Στην εκδρομή, είδα απίστευτους αναρριχητές στις κολώνες.
Ο trepa κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του βουνού.
Ο αναρριχητής κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του βουνού.
Η ομάδα των trepas είναι πολύ δημοφιλής στα βουνά.
Η λέξη "trepa" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Π.χ. Esa empresaria es una trepa que sólo piensa en su éxito.
Trepando como un trepa.
Π.χ. Está trepando como un trepa en la empresa y pronto será gerente.
Trepa por la fama.
Η λέξη "trepa" προέρχεται από το ρήμα "trepar", το οποίο σημαίνει "να ανεβαίνω" ή "να αναρριχώμαι".
Συνώνυμα: - Escalador (αναρριχητής) - Alpinista (ορειβάτης)
Αντώνυμα: - Caído (καταρριχημένο) - Descendiente (κατεβαίνοντας)
Με αυτές τις πληροφορίες, ελπίζω να έχετε μια πλήρη κατανόηση της λέξης "trepa" στα Ισπανικά.