trepar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

trepar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "trepar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική του μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /tɾeˈpaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "trepar" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - αναρρώσω - σκαρφαλώνω

Σημασία και χρήση

Το "trepar" σημαίνει την ενέργεια του να σκαρφαλώνεις ή να ανεβαίνεις σε επιφάνειες, όπως δέντρα, βράχους ή τοίχους. Χρησιμοποιείται συχνά σε θεματικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με φυσική δραστηριότητα ή περιπέτεια. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή στα προφορικά συμφραζόμενα, ιδίως σε συζητήσεις για σπορ ή εξωτερικές δραστηριότητες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Los niños decidieron trepar el árbol en el parque.
    (Τα παιδιά αποφάσισαν να σκαρφαλώσουν στο δέντρο στο πάρκο.)

  2. Es divertido trepar montañas durante el fin de semana.
    (Είναι διασκεδαστικό να σκαρφαλώνεις βουνά το Σαββατοκύριακο.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "trepar" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Trepar por las paredes.
    (Να σκαρφαλώνεις στους τοίχους.)
    Σημαίνει ότι κάποιος είναι πολύ ανήσυχος ή εκνευρισμένος.

  2. Trepar posiciones.
    (Να αναρριχηθείς σε θέσεις.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που προσπαθεί να προαχθεί στον εργασιακό του χώρο.

  3. No te atrevas a trepar.
    (Μην τολμήσεις να σκαρφαλώσεις.)
    Ακούγεται ως προειδοποίηση ή προτροπή σε κάποιον να μην πάρει ρίσκα.

Ετυμολογία

Η λέξη "trepar" προέρχεται από το λατινικό "trepāre", που σημαίνει "να σκαρφαλώνω" ή "να ανεβαίνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτή η ανάλυση παρέχει μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "trepar", τις χρήσεις της και τη σημασία της στη γλώσσα Ισπανικά.



22-07-2024