trepidante - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

trepidante (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "trepidante" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "trepidante" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /tɾepiˈðante/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Οι επιλογές μετάφρασης της λέξης "trepidante" στα Ελληνικά περιλαμβάνουν: - Διφορούμενος - Σευγάριος - Ανήσυχος

Σημασία και χρήση

Η λέξη "trepidante" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που είναι ανησυχητικό, ανατριχιαστικό ή περιπλέκεται από ένταση και ταχύτητα. Χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και μπορεί να έχει αυξημένη συχνότητα σε λογοτεχνικά ή ακαδημαϊκά κείμενα. Στην καθημερινότητα, συναντάται κυρίως σε συζητήσεις σχετικά με καταστάσεις που προκαλούν έντονη συναισθηματική ή φυσική αντίδραση.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. La situación política es trepidante en este momento.
  2. Η πολιτική κατάσταση είναι ανήσυχη αυτή τη στιγμή.

  3. Las montañas rusas son experiencias trepidantes que muchos disfrutan.

  4. Οι ρόδιες βουνών είναι ανησυχητικές εμπειρίες που πολλοί απολαμβάνουν.

  5. Su conversación era trepidante, llena de nerviosismo y emoción.

  6. Η συζήτησή του ήταν ανήσυχη, γεμάτη νευρικότητα και συγκίνηση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "trepidante" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε κάποιες προτάσεις που εκφράζουν τις έντονες συγκινήσεις ή καταστάσεις.

  1. Viví una noche trepidante en la ciudad.
  2. Έζησα μια ανησυχητική νύχτα στην πόλη.

  3. El partido fue trepidante hasta el último minuto.

  4. Ο αγώνας ήταν ανησυχητικός μέχρι το τελευταίο λεπτό.

  5. La película tenía un ritmo trepidante que mantenía a todos en el borde del asiento.

  6. Η ταινία είχε έναν ανήσυχο ρυθμό που κρατούσε όλους στην άκρη της καρέκλας.

Ετυμολογία

Η λέξη "trepidante" προέρχεται από το λατινικό "trepidans" που σημαίνει "τρεμάμενος", "ανήσυχος". Αυτή η ρίζα είναι συνδεδεμένη με την έννοια της αβεβαιότητας και της αναστάτωσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Inquietante (ανησυχητικός) - Alarmante (φοβιστικός) - Agitado (ταραγμένος)

Αντώνυμα: - Calmado (ήρεμος) - Tranquilo (ήσυχη) - Sereno (γαλήνιος)



23-07-2024