Η λέξη "treta" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "treta" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈtɾeta/.
Η λέξη "treta" μεταφράζεται στα ελληνικά ως «παγίδα» ή «τεχνική» στην κυριολεκτική ή μεταφορική έννοια, αναλόγως του πλαισίου χρήσης.
Η λέξη "treta" αναφέρεται σε μια στρατηγική ή κόλπο που χρησιμοποιείται για να παραπλανήσει ή να εξαπατήσει κάποιον. Στον νομικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε δεξιότητες ή τακτικές που χρησιμοποιούνται για να προσεγγίσουν ή να διαχειριστούν μία νομική κατάσταση με τρόπο που δεν είναι πάντα ευθύς.
Η λέξη χρησιμοποιείται με σχετική συχνότητα σε συνομιλίες που σχετίζονται με στρατηγικές ή τακτικές, αξιοποιώντας κυρίως τον προφορικό λόγο.
La treta que utilizó en el juego fue muy astuta.
(Η παγίδα που χρησιμοποίησε στο παιχνίδι ήταν πολύ ευφυής.)
El abogado utilizó una treta para ganar el caso.
(Ο δικηγόρος χρησιμοποίησε μια τεχνική για να κερδίσει την υπόθεση.)
No caigas en la treta de ese vendedor.
(Μην πέσεις στην παγίδα αυτού του πωλητή.)
Η λέξη "treta" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Hacer una treta.
(Κάνω μια παγίδα.)
Δηλώνει την πράξη της παραπλάνησης ή του εξευτελισμού κάποιου άλλου.
Caer en la treta.
(Πέφτω στην παγίδα.)
Σημαίνει ότι κάποιος πέφτει σε μια καλοστημένη απάτη ή τεχνική.
Desbaratar una treta.
(Καταστρέφω μια παγίδα.)
Ο όρος αυτός αναφέρεται στην ανικανότητα ή την προσπάθεια να ανατραπεί μια πονηρή στρατηγική.
Tener una treta bajo la manga.
(Έχω μια παγίδα κάτω από το μανίκι.)
Σημαίνει ότι κάποιος έχει ένα κρυφό σχέδιο ή στρατηγική έτοιμη να χρησιμοποιηθεί σε μια δύσκολη κατάσταση.
Treta para salir del apuro.
(Παγίδα για να βγω από τη δύσκολη κατάσταση.)
Υποδηλώνει την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί μια στρατηγική ή κόλπο για να ξεφύγει κάποιος από ένα πρόβλημα.
Η λέξη "treta" προέρχεται από το παλιό ισπανικό "treta", το οποίο σημαίνει "τεχνική" ή "κόλπο", και σχετίζεται με τη ρίζα "tréte", που σχετίζεται με πονηριά ή στρατηγική.
Συνώνυμα:
- Estratagema (στρατηγική)
- Artimaña (κόλπο)
- Truco (τεχνάσμα)
Αντώνυμα:
- Honestidad (τιμιότητα)
- Sinceridad (ειλικρίνεια)
- Transparencia (διαφάνεια)