Η λέξη "tributar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /tɾiˈβutaɾ/
Η λέξη "tributar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία καταβολής φόρων ή φόρων σε κάποιον οργανισμό ή κράτος. Έχει σχέση με αριθμούς και οικονομικά, αλλά χρησιμοποιείται επίσης σε νομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Συνήθως χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο, αν και είναι μια κοινώς κατανοητή λέξη.
Los ciudadanos deben tributar para mantener los servicios públicos.
(Οι πολίτες πρέπει να φορολογούνται για να διατηρούν τις δημόσιες υπηρεσίες.)
Es importante tributar correctamente para evitar sanciones.
(Είναι σημαντικό να καταβάλλουμε φόρους σωστά για να αποφύγουμε ποινές.)
El gobierno ha decidido tributar más a las grandes empresas.
(Η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να φορολογεί περισσότερο τις μεγάλες εταιρείες.)
Η λέξη "tributar" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Μερικές από αυτές περιλαμβάνουν:
Es un acto noble tributar homenaje a quienes han servido a la comunidad.
(Είναι μια ευγενής πράξη να αποδίδουμε φόρο τιμής σε εκείνους που έχουν υπηρετήσει την κοινότητα.)
Tributar a favor de
(Φορολογώ υπέρ του)
Es común tributar a favor de obras de caridad.
(Είναι συνηθισμένο να φορολογούμε υπέρ φιλανθρωπικών έργων.)
Tributar afecto
(Να δείξω αγάπη ή υποστήριξη)
Η λέξη "tributar" προέρχεται από το λατινικό "tributare", που σημαίνει "να αποδίδω ή να προσφέρω" και συνδέεται με τη λέξη "tributum", η οποία αναφέρεται σε έναν φόρο ή μια εισφορά.
aportar (συνεισφέρω)
Αντώνυμα: