Η λέξη "trimestral" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "trimestral" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /tɾi.mesˈtɾal/.
Η λέξη "trimestral" αναφέρεται σε κάτι που συμβαίνει ή επαναλαμβάνεται κάθε τρεις μήνες. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των οικονομικών και της διοίκησης, καθώς και στον τομέα της ιατρικής, για αναφορές σε ελέγχους, εκθέσεις ή πληρωμές που γίνονται τριμηνιαίως.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στα δύο πλαίσια, προφορικό και γραπτό λόγο. Στον τομέα της ιατρικής, μπορεί να αναφέρεται σε τριμηνιαίες εξετάσεις ασθενών ή τριμηνιαία στατιστικά δεδομένα.
Η τριμηνιαία έκθεση δείχνει αύξηση στις πωλήσεις.
La reunión trimestral se llevará a cabo el próximo mes.
Η τριμηνιαία συνάντηση θα πραγματοποιηθεί τον επόμενο μήνα.
Es importante hacer un chequeo trimestral de la salud.
Παρόλο που η λέξη "trimestral" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις σε στενές φράσεις. Ακολουθούν μερικές δράσεις:
Οι τριμηνιαίοι έλεγχοι είναι απαραίτητοι για την πρόληψη.
La planificación trimestral ayuda a alcanzar los objetivos.
Η τριμηνιαία προγραμματισμός βοηθά στη επίτευξη των στόχων.
Recibir informes trimestrales fomenta la transparencia.
Η λήψη τριμηνιαίων εκθέσεων προάγει τη διαφάνεια.
Los pagos trimestrales facilitan la gestión del presupuesto.
Οι τριμηνιαίες πληρωμές διευκολύνουν τη διαχείριση του προϋπολογισμού.
Concertar citas trimestrales con el médico es recomendable.
Η λέξη "trimestral" προέρχεται από τη συνδυαστική μορφή των λέξεων "tri-" (τρία) και "mes" (μήνας), που δηλώνει κάτι που σχετίζεται με τρεις μήνες.
Συνώνυμα: - Cuatrimestral (τετράμηνος, ανά τέσσερις μήνες) - Semestral (εξάμηνος, ανά έξι μήνες)
Αντώνυμα: - Anual (ετήσιος) - Mensual (μηνιαίος)