Είναι ουσιαστικό (sustantivo).
[triˈmes.tɾe]
Η λέξη "trimestre" αναφέρεται σε μια χρονική περίοδο τριών μηνών. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της εκπαίδευσης, της οικονομίας, και της ιατρικής (όταν αναφέρεται σε τρίμηνα εγκυμοσύνης). Η χρήση της είναι εξαιρετικά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί σε αμφότερες τις προφορικές και γραπτές καταστάσεις.
Το τρίμηνο που πέρασε ήταν πολύ παραγωγικό για την εταιρεία.
Iniciamos un nuevo trimestre en la escuela.
Η λέξη "trimestre" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες φράσεις και εκφράσεις:
Δουλεύω κατά τρίμηνα.
Los informes se entregan cada trimestre.
Οι εκθέσεις παραδίδονται κάθε τρίμηνο.
El examen final se realiza al final del trimestre.
Η τελική εξέταση πραγματοποιείται στο τέλος του τριμήνου.
Es importante planificar bien el trimestre.
Είναι σημαντικό να προγραμματίσεις καλά το τρίμηνο.
El trimestre de primavera trae nuevos desafíos.
Η λέξη "trimestre" προέρχεται από το λατινικό "trimestris", το οποίο σημαίνει "τρεις μήνες".
Συνώνυμα: - periodo de tres meses (περίοδος τριών μηνών)
Αντώνυμα: - semestre (εξάμηνο, περίοδος έξι μηνών)