Ουσιαστικό
/tɾinˈka/
Ελληνικά: τσιντζα
Η λέξη "trinca" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει τον ήχο που παράγεται όταν δύο σκληρά αντικείμενα συγκρούονται. Χρησιμοποιείται είτε στο γραπτό είτε στον προφορικό λόγο, αλλά δεν αποτελεί μια πολύ συχνή λέξη.
¿Escuchaste la trinca que hicieron los objetos al caer? Μετάφραση: Άκουσες την τσιντζα που έκαναν τα αντικείμενα καθώς έπεσαν;
Al chocar, se escuchó una trinca fuerte. Μετάφραση: Κατά τη σύγκρουση, ακούστηκε μια ισχυρή τσιντζα.
Η λέξη "trinca" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "trīcō, trīcāre".
ruido, choque, golpe
silencio, calma