trinchera: ουσιαστικό, θηλυκό
/trinˈtʃeɾa/
Η λέξη "trinchera" αναφέρεται κυρίως σε: 1. Χαρακώματα ή τάφρους που χρησιμοποιούνται για την προστασία στρατιωτών κατά τη διάρκεια πολέμου. 2. Μεταφορικά, μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε θέση ή κατάσταση που προσφέρει προστασία ή ασφάλεια.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή και συνήθως βρίσκεται σε στρατηγικά ή ιστορικά συμφραζόμενα, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο.
Los soldados se refugiaron en la trinchera durante la batalla.
(Οι στρατιώτες κατέφυγαν στην τάφρο κατά τη διάρκεια της μάχης.)
La trinchera protegía a los combatientes del fuego enemigo.
(Η τάφρος προστάτευε τους πολεμιστές από τη φωτιά του εχθρού.)
Construimos una trinchera para resguardarnos del ataque.
(Χτίσαμε μια τάφρο για να προστατευτούμε από την επίθεση.)
Η λέξη "trinchera" συνήθως δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφέρεται με μεταφορικούς τρόπους σε καταστάσεις προστασίας:
Αναφέρεται στο να είσαι σε μια κατάσταση όπου υπερασπίζεσαι την αλήθεια.
La trinchera de la justicia siempre debe ser defendida.
(Η τάφρος της δικαιοσύνης πρέπει πάντα να υπερασπίζεται.)
Δείχνει την ανάγκη να προστατεύεται η δικαιοσύνη.
Cada uno tiene su trinchera en esta lucha social.
(Ο καθένας έχει την τάφρο του σε αυτή την κοινωνική μάχη.)
Η λέξη "trinchera" προέρχεται από το γαλλικό "tranchée", το οποίο σημαίνει "ταφροειδής" ή "κομμένος". Η ανάπτυξή της σχετίζεται με στρατηγικά οχυρά και καταφύγια.
Συνώνυμα: - fosa (τάφρος) - fortificación (οχύρωση)
Αντώνυμα: - vulnerabilidad (ευαλωτότητα) - exposición (εκθεση)