Το "tristeza" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/triˈsteθa/ (στην Ισπανία) ή /triˈstesa/ (στη Λατινική Αμερική)
Η λέξη "tristeza" σημαίνει θλίψη ή λύπη και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συναισθηματική κατάσταση αναστάτωσης ή λυπημένης διάθεσης. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή, και εκφράζει συναισθήματα βαθιάς κατάθλιψης ή απογοήτευσης.
Η θλίψη με συνοδεύει από το απόγευμα.
Sentí una profunda tristeza al escuchar la noticia.
Ένιωσα μια βαθιά θλίψη όταν άκουσα τα νέα.
La tristeza en su mirada era evidente.
Η λέξη "tristeza" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να εκφράσει συναισθηματικές καταστάσεις.
Δεν χρειάζεται να κλάψουμε για τη θλίψη.
La tristeza es parte de la vida.
Η θλίψη είναι μέρος της ζωής.
Transformar la tristeza en motivación.
Να μετατρέψουμε τη θλίψη σε κίνητρο.
La tristeza es un camino hacia la sanación.
Η θλίψη είναι ένας δρόμος προς την ίαση.
La tristeza nos enseña a apreciar los buenos momentos.
Η λέξη "tristeza" προέρχεται από το επίθετο "triste", που σημαίνει λυπημένος ή θλιμμένος, και το επίθημα "-eza", που δηλώνει την κατάσταση ή την ποιότητα.
Συνώνυμα: - melancolía (μελαγχολία) - pena (λύπη)
Αντώνυμα: - alegría (χαρά) - felicidad (ευτυχία)