«Triunfo» είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /tɾiˈun.fo/
«Triunfo» σημαίνει μια σημαντική νίκη ή επιτυχία. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει επιτυχίες σε διάφορους τομείς, όπως αθλητικά, προσωπικά ή επαγγελματικά. Η λέξη χρησιμοποιείται πολύ στους προφορικούς αλλά και στους γραπτούς λόγους στην ισπανική γλώσσα, αν και είναι πιο διαδεδομένη σε περιγραφές γεγονότων και καταστάσεων.
El equipo celebró su triunfo en el campeonato.
(Η ομάδα γιόρτασε τον θρίαμβό της στο πρωτάθλημα.)
Su triunfo en la elección fue inesperado.
(Η νίκη του στις εκλογές ήταν αναπάντεχη.)
El triunfo personal más grande que he tenido fue superar mis miedos.
(Ο μεγαλύτερος προσωπικός θρίαμβος που είχα ήταν ότι ξεπέρασα τους φόβους μου.)
Κάποιος μπορεί να επιτύχει τους στόχους του και να έχει επιτυχίες.
No hay triunfo sin esfuerzo.
(Δεν υπάρχει θρίαμβος χωρίς esfuerzo.)
Κάθε επιτυχία απαιτεί σκληρή δουλειά.
El triunfo de la perseverancia.
(Ο θρίαμβος της επιμονής.)
Επισημαίνει την αξία της επιμονής για την επίτευξη των στόχων.
Un triunfo agridulce.
(Ένας πικρός θρίαμβος.)
Ένας θρίαμβος που έρχεται με κάποια θλίψη ή αναποδιές.
El triunfo del corazón.
(Η νίκη της καρδιάς.)
Η λέξη «triunfo» προέρχεται από το λατινικό «triumphus», το οποίο χρησιμοποιούταν για να περιγράψει συναντήσεις και γιορτές προς τιμήν μιας νίκης, κυρίως σε πολέμους και σημαντικές μάχες.
Συνώνυμα: - Victoria - Éxito - Conquista
Αντώνυμα: - Fracaso - Derrota - Desplome