Το "trocar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /tɾoˈkaɾ/
Η λέξη "trocar" σημαίνει να αλλάζω ή να ανταλλάσσω κάτι. Στη γενική του χρήση, μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε διαδικασία ανταλλαγής αντικειμένων ή ιδεών. Στον τομέα της ιατρικής, αναφέρεται συχνά στη διαδικασία αντικατάστασης ενός οργάνου ή μέρους του σώματος με άλλο. Στον προφορικό λόγο είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος σε αντίθεση με το γραπτό πλαίσιο.
Voy a trocar la ropa que no uso.
(Θα αλλάξω τα ρούχα που δεν χρησιμοποιώ.)
Ella quiere trocar su coche por una bicicleta.
(Αυτή θέλει να ανταλλάξει το αυτοκίνητό της με ένα ποδήλατο.)
Η λέξη "trocar" χρησιμοποιείται και σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις.
"Después de tantas experiencias, decidió trocar la piel."
(Μετά από τόσες εμπειρίες, αποφάσισε να αλλάξει τον εαυτό του.)
Trocar el oro por plomo
(Να αλλάξεις κάτι πολύτιμο για κάτι λιγότερο πολύτιμο.)
"No deberías trocar el oro por plomo, ya que estás perdiendo mucho."
(Δεν θα έπρεπε να ανταλλάξεις το χρυσό για μολύβι, αφού χάνεις πολλά.)
Trocar palabras por acciones
(Να μετατρέψεις τις υποσχέσεις σε πράξεις.)
Η λέξη "trocar" προέρχεται από το λατινικό "trocare," που σημαίνει "ανταλλάσσω."
Συνώνυμα: - cambiar (να αλλάξω) - intercambiar (να ανταλλάξω)
Αντώνυμα: - conservar (να διατηρήσω) - mantener (να κρατήσω)