trompa είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
[tɾom.pa]
Στα Ισπανικά, η λέξη "trompa" έχει πολλές σημασίες, ανάλογα με το πλαίσιο. Γενικά, μπορεί να αναφέρεται σε: 1. Τον σωλήνα ή την τρομπέτα σε μουσικούς όρους. 2. Την ανατομική δομή που συνδέει το αυτί με τον λάρυγγα (Eustachian tube). 3. Στις χορωδίες ή σε άλλα μουσικά όργανα.
Η χρήση της εξαρτάται από το περιβάλλον και μπορεί να είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε σε μουσικές καταστάσεις ή στην ανατομία.
Ella toca la trompa en la banda de la escuela.
(Αυτή παίζει την τρομπέτα στη σχολική μπάντα.)
La trompa de Eustaquio ayuda a equilibrar la presión en el oído.
(Ο σωλήνας της Eustaquio βοηθά στη ρύθμιση της πίεσης στο αυτί.)
Η λέξη "trompa" περιέχεται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Tener trompa: Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ φανταχτερός ή που προβάλλει πολύ τον εαυτό του.
"Él siempre tiene trompa en las fiestas."
(Αυτός πάντα είναι φανταχτερός στις γιορτές.)
Trompa de guerra: Αναφέρεται σε κάποιο πολύ φιλόδοξο σχέδιο ή ένα έργο μεγάλης κλίμακας.
"El proyecto fue una trompa de guerra, pero al final se logró."
(Το έργο ήταν πολύ φιλόδοξο, αλλά τελικά πραγματοποιήθηκε.)
No dar trompa: Έχει την έννοια του να μην προεδρεύεις ή να μην αφηνάς κάποιον να έχει τον πρώτο λόγο.
"En la reunión, decidió no dar trompa."
(Στη συνάντηση, αποφάσισε να μην προεδρεύσει.)
Η λέξη "trompa" προέρχεται από το λατινικό "trumpa", που σημαίνει σωλήνας ή θρόισμα. Η ρίζα της σχετίζεται με τη φωνητική χροιά και την έννοια της προβολής ή της διάχυσης ενός ήχου.
Συνώνυμα: - cilindro (για αναφορά σε σωλήνα) - tubo (σωλήνας)
Αντώνυμα: - detener (να σταματήσει) - guardar (να κρατήσει)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια καλή γεύση για τη χρήση και την σημασία της λέξης "trompa" στα Ισπανικά.