Το "tronar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [tɾoˈnaɾ]
Η λέξη "tronar" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - "βροντώ" - "αντηχώ"
Η λέξη "tronar" αναφέρεται κυρίως στον ήχο που κάνει η βροντή ή σε οποιοδήποτε έντονο θόρυβο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει το πώς ακούγεται ένας ήχος που είναι δυνατός ή εκρηκτικός. Συνήθως είναι πιο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό, αλλά χρησιμοποιείται και στις περιγραφές των καιρικών φαινομένων.
Η καταιγίδα άρχισε να βροντά τη μέση της νύχτας.
Cuando el trueno tronó, todos los niños se asustaron.
Όταν η βροντή βρόντησε, όλα τα παιδιά φοβήθηκαν.
Escuché tronar el cielo antes de que empezara a llover.
Η λέξη "tronar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Πρόταση: "El discurso del político tronó como un trueno en la sala."
"Tronar en la cabeza"
Πρόταση: "Desde aquella conversación, las dudas tronaban en la cabeza de Marta."
"No truena si no hay nubes"
Η λέξη "tronar" προέρχεται από το λατινικό "tonare", που σημαίνει "να θροΐζει", και σχετίζεται με το ήχο που παράγεται από τους κεραυνούς.
Συνώνυμα: - "retumbar" (ηχώ) - "reverberar" (αντηχούν)
Αντώνυμα: - "silenciar" (σιωπώ) - "callar" (καταπνίγω)
Αυτή είναι η αναλυτική παρουσίαση της λέξης "tronar" στα Ισπανικά.