troncal (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Το Troncal είναι ουσιαστικό στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή
Φωνητική μεταγραφή: /ˈtɾoŋkal/
Χρήση στα Ισπανικά
Η λέξη "troncal" χρησιμοποιείται στα ισπανικά με συχνότητα στο γραπτό πλαίσιο και αναφέρεται στον κύριο, βασικό μέρος ενός συστήματος ή δομής.
Παραδειγματικές Προτάσεις
- El troncal de este árbol es muy grueso. (Ο κορμός αυτού του δέντρου είναι πολύ παχύς.)
- El troncal de la empresa necesita ser reforzado. (Ο κεντρικός άξονας της εταιρείας χρειάζεται ενίσχυση.)
Ετυμολογία
Η λέξη "troncal" προέρχεται από το ισπανικό ρήμα "troncar", που σημαίνει "κόβω κάτι περίπου στη μέση".
Συνώνυμα και Αντώνυμα
- Συνώνυμα: Principal, central, básico
- Αντώνυμα: Secundario, periférico, accesorio