Το "tronchar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [tɾonˈtʃaɾ]
Το "tronchar" σημαίνει να σπάσεις ή να κόψεις κάτι, ειδικά όταν αναφέρεται σε ξύλο ή άλλα υλικά που μπορούν να σπαστούν σε μικρότερα κομμάτια. Είναι ένα αρκετά συχνό ρήμα στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς και σε γραπτές περιγραφές που σχετίζονται με φυσικά υλικά ή αντικείμενα.
El carpintero tronchó una rama para hacer una mesa.
(Ο ξυλουργός έσπασε ένα κλαδί για να φτιάξει ένα τραπέζι.)
No debes tronchar las flores si deseas que crezcan sanas.
(Δεν πρέπει να σπάζεις τα λουλούδια αν θέλεις να μεγαλώσουν υγιή.)
Το "tronchar" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Tronchar la risa
Σημαίνει "να σπάσεις από τα γέλια".
Ejemplo: La broma fue tan buena que tronché la risa.
(Το αστείο ήταν τόσο καλό που σπάσα από τα γέλια.)
Tronchar una conversación
Σημαίνει να διακόψεις ή να σταματήσεις μια συνομιλία.
Ejemplo: Su comentario tronchó la conversación y todos se quedaron en silencio.
(Το σχόλιό του διέκοψε τη συνομιλία και όλοι έμειναν σιωπηλοί.)
Tronchar los planes
Σημαίνει να καταστρέψεις ή να ανατρέψεις σχέδια.
Ejemplo: La lluvia tronchó nuestros planes para ir de excursión.
(Η βροχή ανατρέψε τα σχέδιά μας να πάμε εκδρομή.)
Η λέξη "tronchar" προέρχεται από το λατινικό "truncare", που σημαίνει "να κόψεις" ή "να σπάσεις".
Συνώνυμα: - romper (σπάω) - cortar (κόβω) - fraccionar (τμηματίζω)
Αντώνυμα: - unir (ενώνω) - reparar (επισκευάζω) - sostener (κρατώ)