Tronera είναι ουσιαστικό (feminino) στη γλώσσα Ισπανικά.
[troneɾa]
Η λέξη tronera αναφέρεται σε ένα άνοιγμα ή άνοιγμα σε έναν τοίχο ή μια δομή, που χρησιμοποιείται κυρίως ως παράθυρο ή προκειμένου να διευκολυνθεί η θέα. Στη στρατιωτική ορολογία μπορεί να αναφέρεται σε ανοίγματα που επιτρέπουν την παρουσία στρατιωτών και τη χρήση όπλων. Η χρήση της στη γλώσσα Ισπανικά είναι συχνή, κυρίως σε τεχνικά, αρχιτεκτονικά ή στρατιωτικά κείμενα, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό παρά στο προφορικό πλαίσιο.
La tronera del castillo permitía a los arqueros disparar a los atacantes.
(Η τρυπίτσα του κάστρου επέτρεπε στους τοξότες να πυροβολούν τους επιτιθέμενους.)
En el bunker, había varias troneras para vigilar el campo.
(Στο καταφύγιο, υπήρχαν διάφορες τρυπίτσες για να παρακολουθούν το πεδίο.)
Η λέξη tronera δεν αποτελεί παραδοσιακό μέρος σημαντικών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφραστικές φράσεις που αφορούν την παρατήρηση ή τη σκοπιά σε στρατιωτικά και τεχνικά περιβάλλοντα.
A través de la tronera se pueden ver los movimientos del enemigo.
(Μέσω της τρυπίτσας μπορείς να δεις τις κινήσεις του εχθρού.)
La tronera en el muro proporciona una excelente visión.
(Η τρυπίτσα στον τοίχο παρέχει εξαιρετική ορατότητα.)
Η λέξη tronera προέρχεται από το ιταλικό "trona", που σημαίνει έδρα, και χρησιμοποιείται στην Ισπανία για να αναφέρεται σε ανοίγματα που επιτρέπουν την παρακολούθηση ή την εκτέλεση ενεργειών.
Συνώνυμα: - Apertura (άνοιγμα) - Ventana (παράθυρο)
Αντώνυμα: - Cerradura (κλειδαριά) - Muro (τοίχος)