"tropel" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "tropel" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /tɾoˈpel/.
Η λέξη "tropel" αναφέρεται σε ένα πλήθος ή σύνολο ατόμων ή αντικειμένων, ενίοτε με την έννοια της αναταραχής ή της αταξίας. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που κινούνται μαζί, κυρίως με μια αίσθηση απώλειας ελέγχου ή ακαταστασίας.
Η χρήση της λέξης είναι σχετικά συχνή και μπορεί να συναντηθεί και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο, αν και συχνότερα μπορεί να παρατηρηθεί σε περιγραφές ή αφηγήσεις.
El tropel de estudiantes salió corriendo hacia la salida.
(Το πλήθος των μαθητών έφυγε τρέχοντας προς την έξοδο.)
Se escuchó un tropel de voces en la fiesta.
(Ακούστηκε ένα σωρό από φωνές στη γιορτή.)
El tropel de turistas invadió la plaza.
(Το πλήθος των τουριστών κατέκλυσε την πλατεία.)
Η λέξη "tropel" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Hacer un tropel"
(Να δημιουργήσεις αναστάτωση)
Nunca debes hacer un tropel en una reunión importante.
(Ποτέ δεν πρέπει να δημιουργήσεις αναστάτωση σε μια σημαντική συνάντηση.)
"Estar en un tropel"
(Να βρίσκεσαι σε μία κατάσταση αναταραχής)
Cuando el tren llegó, todos estaban en un tropel.
(Όταν έφτασε το τρένο, όλοι βρίσκονταν σε κατάσταση αναταραχής.)
"Tropel de pensamientos"
(Πλήθος σκέψεων)
Tienes un tropel de pensamientos en tu mente.
(Έχεις ένα πλήθος σκέψεων στο μυαλό σου.)
Η λέξη "tropel" προέρχεται από το λατινικό "tropelium", το οποίο φέρει την έννοια του να συγκεντρώνεις και να αναμιγνύεις σε ένα σύνολο.
Συνώνυμα: - muchedumbre - multitud - grupo
Αντώνυμα: - soledad (μοναξιά) - orden (τάξη) - calma (ηρεμία)