tropezar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

tropezar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "tropezar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /tɾo.peˈθaɾ/ (στην ισπανική απόδοση και /tro.peˈzaɾ/ στην λατινοαμερικανική).

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "tropezar" σημαίνει "να σκοντάφτω" ή "να πέφτω λόγω ενός εμποδίου". Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στην καθημερινή χρήση είναι σχετικά συχνή, ενώ παρατηρείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε τυχαίες συζητήσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él tropezar con una piedra y cayó.
    Αυτός σκοντάφτει σε μια πέτρα και έπεσε.

  2. Tienes que tener cuidado para no tropezar.
    Πρέπει να προσέχεις για να μην σκοντάψεις.

  3. Ella siempre tropezar cuando camina rápido.
    Αυτή πάντα σκοντάφτει όταν περπατά γρήγορα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "tropezar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν μεταφορικά νοήματα.

  1. Tropezar en la misma piedra.
    (Σκοντάφτω στην ίδια πέτρα.)
    Αυτή η έκφραση σημαίνει να κάνεις το ίδιο λάθος ξανά.

  2. No es bueno tropezar antes de llegar.
    (Δεν είναι καλό να σκοντάφτεις πριν φτάσεις.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανάγκη να είσαι προσεκτικός και να αποφύγεις λάθη σε μια κρίσιμη στιγμή.

  3. Tropezar con la realidad.
    (Σκοντάφτω με την πραγματικότητα.)
    Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ξαφνικά αντιμετωπίζει την πραγματικότητα που μπορεί να είναι σκληρή ή ανατρεπτική.

  4. Ya he tropezado varias veces, no quiero tropezar de nuevo.
    (Έχω σκοντάψει πολλές φορές, δεν θέλω να σκοντάψω ξανά.)
    Μια δήλωση που υποδηλώνει την αποφυγή επανάληψης λαθών.

Ετυμολογία

Η λέξη "tropezar" προέρχεται από το λατινικό "tripudiare", που σημαίνει "να σκοντάφτεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - chocar (συγκρούομαι) - caer (πέφτω)

Αντώνυμα: - estabilizar (σταθεροποιώ) - avanzar (προχωρώ)



22-07-2024