Το "tropezar" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /tɾo.peˈθaɾ/ (στην ισπανική απόδοση και /tro.peˈzaɾ/ στην λατινοαμερικανική).
Η λέξη "tropezar" σημαίνει "να σκοντάφτω" ή "να πέφτω λόγω ενός εμποδίου". Χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στην καθημερινή χρήση είναι σχετικά συχνή, ενώ παρατηρείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, ειδικά σε τυχαίες συζητήσεις.
Él tropezar con una piedra y cayó.
Αυτός σκοντάφτει σε μια πέτρα και έπεσε.
Tienes que tener cuidado para no tropezar.
Πρέπει να προσέχεις για να μην σκοντάψεις.
Ella siempre tropezar cuando camina rápido.
Αυτή πάντα σκοντάφτει όταν περπατά γρήγορα.
Ο όρος "tropezar" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν μεταφορικά νοήματα.
Tropezar en la misma piedra.
(Σκοντάφτω στην ίδια πέτρα.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει να κάνεις το ίδιο λάθος ξανά.
No es bueno tropezar antes de llegar.
(Δεν είναι καλό να σκοντάφτεις πριν φτάσεις.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ανάγκη να είσαι προσεκτικός και να αποφύγεις λάθη σε μια κρίσιμη στιγμή.
Tropezar con la realidad.
(Σκοντάφτω με την πραγματικότητα.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ξαφνικά αντιμετωπίζει την πραγματικότητα που μπορεί να είναι σκληρή ή ανατρεπτική.
Ya he tropezado varias veces, no quiero tropezar de nuevo.
(Έχω σκοντάψει πολλές φορές, δεν θέλω να σκοντάψω ξανά.)
Μια δήλωση που υποδηλώνει την αποφυγή επανάληψης λαθών.
Η λέξη "tropezar" προέρχεται από το λατινικό "tripudiare", που σημαίνει "να σκοντάφτεις".
Συνώνυμα: - chocar (συγκρούομαι) - caer (πέφτω)
Αντώνυμα: - estabilizar (σταθεροποιώ) - avanzar (προχωρώ)