Tropezarse είναι ένα ρήμα.
/tɾo.pe.ˈθaɾ.se/ (στην Ισπανία)
/tɾo.pe.ˈsaɾ.se/ (σε χώρες της Λατινικής Αμερικής)
Tropezarse σημαίνει γενικά "να σκοντάψει" ή "να πέσει λόγω μιας αδέξιας κίνησης". Χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία και στα γραπτά, με τη συχνότητα χρήσης του να είναι αρκετά υψηλή. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε κείμενα περιγραφικού χαρακτήρα.
Ella se tropezó con una piedra en la calle.
(Αυτή σκοντάφτει πάνω σε μια πέτρα στον δρόμο.)
Siempre me tropezarás si no miras por donde caminas.
(Θα σκοντάφτεις πάντα αν δεν κοιτάζεις πού περπατάς.)
Nos tropezamos durante la fiesta y empezamos a reír.
(Σκοντάψαμε κατά τη διάρκεια του πάρτι και αρχίσαμε να γελάμε.)
Η λέξη tropezarse μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τις δυσκολίες ή τα ατυχήματα στην καθημερινή ζωή.
Tropezarse con la suerte.
(Να σκοντάψεις πάνω στην τύχη.) - Σημαίνει να έχεις μια τυχερή κατάσταση απρόσμενα.
Se tropezó con la verdad.
(Σκόνταψε πάνω στην αλήθεια.) - Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί ότι κάποιος ανακαλύπτει κάτι που είναι αληθινό και προφανές.
Tropezarse en el camino.
(Να σκοντάψεις στον δρόμο.) - Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει τα εμπόδια ή τις καθυστερήσεις στη ζωή κάποιου.
Tropezarse con los problemas.
(Να σκοντάψεις στα προβλήματα.) - Σημαίνει να αντιμετωπίσεις ξαφνικά και απρόσμενα προβλήματα.
Η λέξη tropezarse προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό "troupir" που σημαίνει "να ταλαιπωρείς" και έχει ρίζες στο λατινικό "tropare", που σχετίζεται με την έννοια του να χάνει κανείς την ισορροπία του ή να πέφτει.
Συνώνυμα: - Caer (να πέσει) - Chocar (να συγκρουστεί)
Αντώνυμα: - Levantarse (να σηκωθεί) - Sostenerse (να στηριχθεί)