Trotar είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /tɾoˈtaɾ/
Η λέξη trotar σημαίνει την ενέργεια του να τρέχει κανείς με μέτριο ρυθμό, συνήθως κατά τη διάρκεια της άσκησης ή για λόγους διασκέδασης. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με τον αθλητισμό ή τη φυσική κατάσταση.
Χθες πήγα να τρέξω στο πάρκο.
Me gusta trotar cada mañana para mantenerme en forma.
Μου αρέσει να τρέχω κάθε πρωί για να διατηρούμαι σε φόρμα.
Es necesario trotar regularmente si quieres mejorar tu salud.
Η λέξη trotar χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις σε σύγκριση με άλλα ρήματα, αλλά ορισμένες πολιτιστικές φράσεις περιλαμβάνουν:
Τρέχω όπως ένα άλογο. (Σημαίνει να τρέχεις γρήγορα και δυνατά.)
No solo hay que trotar, hay que saber correr.
Δεν αρκεί να τρέχουμε, πρέπει να ξέρουμε να τρέχουμε. (Δηλώνει ότι η ποσότητα δεν είναι το μόνο που μετράει, αλλά και η ποιότητα αυτού που κάνουμε.)
Trotando se va a todas partes.
Η λέξη trotar προέρχεται από το λατινικό "trotāre", που σημαίνει "να τρέχεις με μέτριο ρυθμό".
Συνώνυμα: - Correr (τρέχω) - Jogging (τζόκινγκ)
Αντώνυμα: - Caminar (περπατώ) - Parar (σταματώ)