trovador: ουσιαστικό
/tɾoβaˈðoɾ/
Η λέξη "trovador" αναφέρεται σε έναν μεσαιωνικό ποιητή και μουσικό στην Ιβηρική Χερσόνησο, ο οποίος ήταν γνωστός για την ερμηνεία και τη σύνθεση τραγουδιών, συνήθως με θέματα αγάπης και ιπποτισμού. Οι τροβαδούροι ήταν κυρίως ανδρικές μορφές και υπηρέτησαν ως φορείς πολιτισμού και ακόμη και πολιτικής ιδεολογίας μέσω της μουσικής τους. Στη σύγχρονη γλώσσα, ο όρος χρησιμοποιείται σπανίως και κυρίως σε λογοτεχνικά ή ιστορικά συμφραζόμενα.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα. Δεν είναι ευρέως διαδεδομένος στον προφορικό λόγο.
Ο τροβαδούρος τραγουδούσε κάτω από το φεγγάρι.
Los trovadores eran muy apreciados en la corte.
Οι τροβαδούροι ήταν πολύ εκτιμημένοι στην αυλή.
A menudo se contaban historias de amores imposibles por los trovadores.
Ο όρος "trovador" χρησιμοποιείται σπανιότερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν κάποιες συνδέσεις με τη μουσική και την ποίηση:
Με αυτήν την έκφραση, αναφερόμαστε σε κάποιον που εμπνέεται από την καθημερινότητα και συνθέτει μουσική ή ποίηση που αντανακλά τις αλληλεπιδράσεις της ζωής.
“El trovador de los amores perdidos”
Η λέξη "trovador" προέρχεται από τη λατινική λέξη "trovator" που σημαίνει "αυτός που βρίσκει" ή "δημιουργός". Η ανάπτυξή της σχετίζεται με την ιβηρική πολιτιστική κληρονομιά και την ανάπτυξη της μεσαιωνικής μουσικής παράδοσης.
Συνώνυμα: - Juglar (αυλικός μουσικός ή αφηγητής)
Αντώνυμα: - No hay un antónimo directo, pero podría considerarse "mudo" (σίγκανος) en el contexto de la expresión musical.