Η λέξη "trozo" είναι ουσιαστικό.
/tɾoθo/ (στην Ισπανία) ή /tɾoso/ (σε κάποιες χώρες της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη "trozo" σημαίνει ένα κομμάτι ή τμήμα από κάτι. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε τρόφιμα (όπως κομμάτι κρέατος ή ψωμιού) ή σε αντικείμενα που έχουν σπαστεί ή κοπεί. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή στον προφορικό λόγο καθώς και σε καθημερινές γραπτές επικοινωνίες.
Me gustaría comer un trozo de pastel.
(Θα ήθελα να φάω ένα κομμάτι κέικ.)
El carpintero cortó un trozo de madera.
(Ο ξυλουργός έκοψε ένα κομμάτι ξύλου.)
Η λέξη "trozo" δεν έχει πολλές καθαρά ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες φράσεις που δείχνουν μια κατάσταση ή συμπεριφορά.
Hacer un trozo de algo.
(Να κάνω ένα κομμάτι από κάτι.)
Χρησιμοποιείται για να αναφερθείς στο να κατασκευάσεις ή να δημιουργήσεις κάτι.
Estar como un trozo de piedra.
(Να είσαι σαν ένα κομμάτι πέτρας.)
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι συναισθηματικά παγωμένος ή χωρίς συναισθήματα.
Tomar un trozo de responsabilidad.
(Να αναλάβεις ένα κομμάτι ευθύνης.)
Χρησιμοποιείται συνήθως όταν κάποιος αναλαμβάνει να επωμιστεί ευθύνες.
Η λέξη "trozo" προέρχεται από το λατινικό "truncus," το οποίο σημαίνει "κομμένος" ή "τερματισμένος".
Συνώνυμα: - fragmento (κομμάτι) - pedazo (κομμάτι)
Αντώνυμα: - totalidad (ολότητα) - entero (ολόκληρος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "trozo" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.