Truculento είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /tɾu.kuˈlen.to/
Η λέξη truculento χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι τρομακτικό ή σκληρό, και συχνά σχετίζεται με βία ή φρικτές καταστάσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και εμφανίζεται συχνότερα σε γραπτά κείμενα και λογοτεχνία, όπου οι δημιουργοί θέλουν να προκαλέσουν έντονα συναισθήματα.
Η ταινία ήταν τόσο τρομακτική που δεν μπόρεσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα.
La historia truculenta del crimen sorprendió a todos.
Η λέξη truculento δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία περιβαλλόντων που περιγράφουν καταστάσεις.
Ο τρομακτικός του τρόπος να διηγείται ιστορίες πάντα αφήνει το κοινό ανήσυχο.
Cada vez que habla de sus experiencias, lo hace de manera truculenta, lo que hace que sus relatos sean impactantes.
Κάθε φορά που μιλάει για τις εμπειρίες του, το κάνει με τρομακτικό τρόπο, που κάνει τις αφηγήσεις του εντυπωσιακές.
El libro incluye relatos truculentos sobre la guerra que son difíciles de olvidar.
Η προέλευση της λέξης truculento προέρχεται από το λατινικό "truculentus", που σημαίνει «σκληρός» ή «τρομακτικός».
Συνώνυμα: - aterrador (τρομακτικός) - siniestro (σκοτεινός)
Αντώνυμα: - apacible (ήρεμος) - benigno (καλοκάγαθος)