Η λέξη "trufa" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "trufa" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /ˈtɾu.fa/
Η "trufa" αναφέρεται κυρίως σε ένα είδος μυκήτων που αναπτύσσονται κάτω από τη γη, γνωστό ως τρούφα. Είναι περιζήτητοι για τις γαστρονομικές τους ιδιότητες και συχνά χρησιμοποιούνται ως αρωματική προσθήκη σε διάφορα πιάτα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γαστρονομικό συμφραζόμενο και είναι σχετικά συχνή στον προφορικό λόγο, όσο και στο γραπτό.
La trufa es un hongo muy apreciado en la gastronomía.
(Η τρούφα είναι ένα μανιτάρι πολύ εκτιμημένο στη γαστρονομία.)
Cociné pasta con ralladura de trufa.
(Μαγείρεψα ζυμαρικά με ξύσμα τρούφας.)
Los chefs la utilizan para realzar el sabor de sus platos.
(Οι σεφ την χρησιμοποιούν για να ενισχύσουν τη γεύση των πιάτων τους.)
Η λέξη "trufa" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη γαστρονομία και τον κόσμο της κουζίνας. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"No hay nada como un plato con trufa para impresionar a los invitados."
(Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα πιάτο με τρούφα για να εντυπωσιάσετε τους καλεσμένους.)
"Las trufas son un lujo en la alta cocina."
(Οι τρούφες είναι πολυτέλεια στη γκουρμέ κουζίνα.)
"La tarta de trufa que preparó fue deliciosa."
(Η τούρτα τρούφας που ετοίμασε ήταν νόστιμη.)
"Amo el olor de la trufa fresca."
(Λατρεύω την οσμή της φρέσκιας τρούφας.)
Η λέξη "trufa" προέρχεται από την λατινική λέξη "tuber," που σημαίνει "όγκος" ή "κήλη," αναφερόμενη στη μορφή των μανιταριών που αναπτύσσονται κάτω από τη γη.
Συνώνυμα: - Hongo - Champiñón
Αντώνυμα: Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η τρούφα είναι ένα συγκεκριμένο είδος μανιταριού και δεν έχει ακριβές αντικείμενο ή αντίθεση.