Το "truncado" είναι ένα επίθετο (adjetivo) στα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή του "truncado" χρησιμοποιώντας το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /trunˈkaðo/.
Η λέξη "truncado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει κοπεί ή αποκοπεί, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Στο ιατρικό πεδίο, μπορεί να αναφέρεται σε κομμένες ή αποκομμένες δομές, ενώ στα μαθηματικά μπορεί να αφορά σχήματα που έχουν υποστεί τμηματική περικοπή. Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται περισσότερο σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα.
La figura truncada no tiene el mismo volumen.
(Η κομμένη φιγούρα δεν έχει τον ίδιο όγκο.)
El árbol estaba truncado después de la tormenta.
(Το δέντρο ήταν κομμένο μετά από την καταιγίδα.)
El médico explicó las consecuencias de un miembro truncado.
(Ο γιατρός εξήγησε τις συνέπειες ενός κομμένου μέλους.)
Η λέξη "truncado" δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με πολλές εκφράσεις που περιγράφουν κάτι ανενεργό ή περιορισμένο. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Su sueño fue truncado por circunstancias desafortunadas.
(Το όνειρό του χρόνισε από δυσάρεστες συνθήκες.)
Después de la crisis, muchos proyectos quedaron truncados.
(Μετά από την κρίση, πολλά έργα έμειναν κομμένα.)
La conversación fue truncada abruptamente por el ruido.
(Η συζήτηση διακόπηκε απότομα από τον θόρυβο.)
Su carrera se truncó debido a un accidente grave.
(Η καριέρα του κόπηκε λόγω ενός σοβαρού ατυχήματος.)
Η λέξη "truncado" προέρχεται από το ρήμα "truncar", που σημαίνει "κόβω" ή "αποκόπτω". Η καταγωγή της λέξης προέρχεται από το Λατινικό "truncare", που σημαίνει "κόβω τη μέση".
Αυτά τα στοιχεία παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "truncado" και της χρήσης της στα Ισπανικά.