Το "truncar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "truncar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /tɾuŋˈkaɾ/.
Το ρήμα "truncar" σημαίνει κυρίως να κοπεί κάτι στην μέση ή να μειωθεί, αποκόπτοντας τμήματα του. Χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, όπως στον προγραμματισμό (π.χ. να κόψει έναν αριθμό ή δεδομένα) ή στην καθημερινή γλώσσα.
Η συχνότητα χρήσης του "truncar" είναι αρκετά καλή, και χρησιμοποιείται σχεδόν το ίδιο συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Necesitamos truncar el documento para que quepa en el archivo.
(Πρέπει να κόψουμε το έγγραφο για να χωρέσει στον φάκελο.)
El ingeniero tuvo que truncar el diseño original por limitaciones de espacio.
(Ο μηχανικός έπρεπε να κόψει το αρχικό σχέδιο λόγω περιορισμών χώρου.)
Το "truncar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει κάποιες χρήσεις που αποδίδουν άλλη σημασία:
Truncar las expectativas: σημαίνει να κόψεις ή να μειώσεις τις προσδοκίες κάποιου.
Ejemplo: Él tuvo que truncar las expectativas de sus clientes para evitar decepciones.
(Έπρεπε να μειώσει τις προσδοκίες των πελατών του για να αποφύγει τις απογοητεύσεις.)
Truncar la conversación: σημαίνει να διακόψεις μια συζήτηση.
Ejemplo: No le gusta truncar la conversación, pero es necesario a veces.
(Δεν του αρέσει να διακόπτει τη συζήτηση, αλλά είναι απαραίτητο μερικές φορές.)
Η λέξη "truncar" προέρχεται από το λατινικό ρήμα "truncare", που σημαίνει "να κόβω" ή "να αποκόπτω".
Συνώνυμα: - cortar - reducir - limitar
Αντώνυμα: - ampliar - aumentar - expandir
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια καλή επισκόπηση της λέξης "truncar" και του πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά.