Trust - ριντικό ουσιαστικό ή ρήμα.
[trʌst]
Η λέξη trust στην ισπανική γλώσσα (εμπιστοσύνη) αναφέρεται στην πίστη ή την πεποίθηση σε κάποιον ή κάτι, ότι είναι αξιόπιστο ή ειλικρινές. Χρησιμοποιείται ευρέως και στις τρεις γλώσσες: αγγλικά, ισπανικά και ελληνικά. Στην ισπανική, η λέξη έχei συχνά χρήση στον προφορικό λόγο, μπορεί να φανεί και σε επίσημα πλαίσια, όπως νομικά κείμενα. Υπάρχει σημαντική συχνότητα χρήσης στην καθημερινή ζωή και την επιχειρηματικότητα.
Confío en ti, tengo confianza.
(Εμπιστεύομαι εσένα, έχω εμπιστοσύνη.)
La confianza es fundamental en los negocios.
(Η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδης στις επιχειρήσεις.)
Η λέξη trust χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένες από αυτές μαζί με τις μεταφράσεις τους:
Confianza ciega.
(Τυφλή εμπιστοσύνη.)
Υπερβολική εμπιστοσύνη χωρίς αμφιβολίες.
Poner en confianza.
(Βάζω σε εμπιστοσύνη.)
Να κάνω κάποιον να αισθανθεί άνετα ώστε να ανοίξει ή να εκμυστηρευτεί.
Hacer confianza.
(Δημιουργώ εμπιστοσύνη.)
Κερδίζω την εμπιστοσύνη κάποιου.
Por confianza.
(Λόγω εμπιστοσύνης.)
Όταν οι αποφάσεις ή ενέργειες γίνονται από μια βάση εμπιστοσύνης.
Η λέξη trust προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "trust", που προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη “treowth,” σημαίνοντας “πίστη, αλήθεια.” Η ετυμολογία συνδέεται επίσης με τη ρίζα "troth," που αφορά τη δικαιοσύνη και την αξιοπιστία.
Συνώνυμα:
- Fe (πίστη)
- Confianza (εμπιστοσύνη)
Αντώνυμα:
- Desconfianza (καχυποψία)
- Incredulidad (δισταγμός)