Η λέξη "tuerce" είναι ένα ρήμα, που προέρχεται από το ρήμα "torcer" στην ισπανική γλώσσα.
/twerθe/ (IPA - Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο)
Η λέξη "tuerce" προέρχεται από το ρήμα "torcer", που σημαίνει να στρέφεις ή να λυγίζεις κάτι. Στη γλώσσα των ισπανικών, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να είσαι λιγότερο ευθύς ή να αλλάζεις την κατεύθυνση κάποιου αντικειμένου.
Χρήση: Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συχνά στη χρήση προφορικά σε κάθε μέρα καταστάσεις.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται αρκετά συχνά και σε διάφορα πλαίσια.
Τα δέντρα λυγίζουν από τον άνεμο.
Cuando tiras de la cuerda, esta se tuerce.
Όταν τραβήξεις το σχοινί, αυτό λυγίζει.
Siempre que él habla, tuerce la verdad.
Η λέξη "tuerce" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Μερικές φορές, αυτός βλέπει τα πράγματα στραβά και δεν θέλει να αποδεχτεί την πραγματικότητα.
Tener la mente torcida - Να έχεις στραβωμένη σκέψη
Αυτή έχει στραβωμένη σκέψη όταν πρόκειται για δύσκολες αποφάσεις.
Torcer el camino - Να αλλάξεις την πορεία
Ο όρος προέρχεται από το Λατινικό ρήμα "torcere", που σημαίνει "στρέφω" ή "λυγίζω", και έχει κρατήσει παρόμοια σημασία στη σύγχρονη Ισπανική γλώσσα.
Συνώνυμα: - doblar (λυγίζω) - girar (γυρίζω)
Αντώνυμα: - enderezar (διορθώνω/ισιώνω) - alinear (ευθυγραμμίζω)