Η λέξη "tuerto" είναι ουσιαστικό και επίθετο στα Ισπανικά.
/ˈtwerto/
Η λέξη "tuerto" αναφέρεται σε άτομο που έχει χάσει την όραση από το ένα μάτι. Χρησιμοποιείται στη γενική γλώσσα για να περιγράψει ανθρώπους οι οποίοι είναι μονοφθαλμοί. Η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή σε προφορικό λόγο, αν και είναι και γραπτή λέξη. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί επίσης να θεωρηθεί κάποιας μορφής υποτιμητική ή προσβλητική αναφορά, ανάλογα με το πλαίσιο.
Ο μονοφθαλμός άνδρας περπατούσε αργά στον δρόμο.
En la película, el héroe es un tuerto que lucha por la justicia.
Η λέξη "tuerto" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμπλουτιστεί με παραδείγματα που αναδεικνύουν τη σημασία της.
Σημαίνει να έχεις μια περιορισμένη ή ασυνήθιστη οπτική για τα πράγματα.
"Vivirse como un tuerto en un país de ciegos."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "tuerctus", που σημαίνει "στραβωμένος" ή "παράλληλος", το οποίο αναφέρεται στη φύση της όρασης.
Συνώνυμα: - Monocular - Ciego (όσον αφορά σε ένα μάτι)
Αντώνυμα: - Visionario (όραση) - Bifocal (όραση με δύο μάτια)