Ρήμα.
/tumˈβaɾ/
Η λέξη "tumbar" σημαίνει να ρίξεις κάτι προς τα κάτω ή να το γκρεμίσεις. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικές ενέργειες, όπως η ρίψη αντικειμένων, αλλά και μεταφορικά, όπως η αποδοκιμασία ή η αποτυχία κάποιου. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και σε προφορικό λόγο, ενώ είναι συνηθισμένη και σε γραπτές εκφράσεις.
"Ο άνεμος θα ρίξει τα κλαδιά των δέντρων."
"Tumbé la torre de cartas que había construido."
Η λέξη "tumbar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Να ξαπλώσω στο κρεβάτι."
"No tumbes mis sueños."
"Μην ρίξεις τα όνειρά μου."
"Tumbar la barrera."
"Να ρίξω το φράγμα." (αναφέρεται στην κατάρρευση εμποδίων ή φραγμών).
"Fue tumbado por la crítica."
Η λέξη "tumbar" προέρχεται από το λατινικό "tumbare", το οποίο σχετίζεται με την έννοια της πτώσης ή του ρίξιμου.
Συνώνυμα: - Derribar - Caer - Abatir
Αντώνυμα: - Levantar - Elevar - Sostener