Το "tumbarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /tumˈbaɾ.se/
Το "tumbarse" σημαίνει να ξαπλώνεις ή να πέφτεις οριζόντια, συνήθως σε σχέση με το σώμα. Χρησιμοποιείται συνήθως σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα όπως λογοτεχνία ή συνεντεύξεις. Η χρήση του είναι συχνή στην καθημερινή γλώσσα και αναφέρεται σε καταστάσεις που σχετίζονται με ξεκούραση ή χαλάρωση.
Me voy a tumbarse en la cama un rato.
(Θα ξαπλώσω στο κρεβάτι για λίγο.)
Ella se tumbó en el suelo después de la fiesta.
(Αυτή ξάπλωσε στο έδαφος μετά το πάρτι.)
Cuando estoy cansado, me gusta tumbarme a leer.
(Όταν είμαι κουρασμένος, μου αρέσει να ξαπλώνω και να διαβάζω.)
Το "tumbarse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα.
Tumbarse de risa
(Ξαπλώνω από τα γέλια)
Ejemplo: El chiste fue tan gracioso que todos se tumbaron de risa.
(Η αστεία ιστορία ήταν τόσο αστεία που όλοι ξάπλωσαν από τα γέλια.)
Tumbarse a la bartola
(Να ξαπλώνεις χωρίς να κάνεις απολύτως τίποτα)
Ejemplo: Este fin de semana solo quiero tumbarme a la bartola.
(Αυτό το Σαββατοκύριακο θέλω μόνο να ξαπλώσω και να μην κάνω τίποτα.)
Tumbarse a dormir
(Ξαπλώνω για να κοιμηθώ)
Ejemplo: Después de trabajar tanto, solo quiero tumbarme a dormir.
(Μετά από τόση δουλειά, θέλω μόνο να ξαπλώσω για να κοιμηθώ.)
Η λέξη "tumbarse" προέρχεται από το αρχαίο ρήμα "tumbar," που έχει την έννοια της πτώσης ή της ανατροπής, από τη λατινική λέξη "tumbare" που σημαίνει "να ρίχνω ή να ανατρέπω."
Συνώνυμα: - Acostarse (να πλαγιάζω) - Reposar (να ξεκουράζομαι)
Αντώνυμα: - Levantarse (να σηκώνομαι) - Estar de pie (να είμαι όρθιος)