Ουσιαστικό
/tuˈmoɾ/
Η λέξη "tumor" αναφέρεται σε μια ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων που σχηματίζει μια μάζα, η οποία μπορεί να είναι καλοήθης ή κακοήθης. Στον τομέα της ιατρικής, οι όγκοι μπορεί να σχετίζονται με διάφορες παθολογικές καταστάσεις και η διάγνωση τους είναι σημαντική για την κατανόηση της υγείας ενός ατόμου.
Η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως και στα δυο πλαίσια: του προφορικού λόγου και του γραπτού λόγου. Μπορεί να είναι πιο συχνή σε ιατρικά ή επιστημονικά κείμενα.
Ο γιατρός του είπε ότι έχει έναν όγκο.
El tratamiento del tumor puede ser complicado.
Η θεραπεία του όγκου μπορεί να είναι περίπλοκη.
Los tumores malignos requieren atención inmediata.
Η λέξη "tumor" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, αλλά υπάρχει ένας τρόπος να περιγραφούν καταστάσεις που σχετίζονται με την παρουσία ενός όγκου:
("Ένας όγκος στο δρόμο") χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια σημαντική ή αναπάντεχη δυσκολία στην πορεία κάποιου.
"Luchar contra el tumor"
Η λέξη "tumor" προέρχεται από τα Λατινικά, όπου σημαίνει "να διογκώνεις" ή "να φουσκώνεις". Συνδέεται με την αυξημένη ή ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων.
Συνώνυμα: - Neoplasma - Masa
Αντώνυμα: - Salud (υγεία) - Normalidad (κανονικότητα)