Το "tumulto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /tuˈmulto/
Η λέξη "tumulto" αναφέρεται σε μια κατάσταση που προκαλεί αναστάτωση ή έντονη φασαρία, συχνά συνοδευόμενη από διατάραξη της ησυχίας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα που περιγράφουν κοινωνικές ή πολιτικές αναταραχές ή ακόμα και καταστάσεις με έντονη συγκίνηση ή ταραχή. Είναι μια λέξη που συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με σχετικά υψηλή συχνότητα χρήσης σε ειδήσεις και λογοτεχνία.
Η αναταραχή στην πλατεία οδήγησε στην παρέμβαση της αστυνομίας.
Durante el concierto, el público se volvió un tumulto de emociones.
Ο όρος "tumulto" χρησιμοποιείται συχνά σε ισπανικές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές προτάσεις:
Να βρίσκεσαι وسط μια αναταραχή.
Causar un tumulto.
Να προκαλέσεις μια ταραχή.
El tumulto de la vida urbana.
Η ταραχή της αστικής ζωής.
Navegar en un tumulto de opiniones.
Να πλέεις σε μια θάλασσα απόψεις.
Se desató un tumulto en el estadio.
Ξέσπασε μια αναταραχή στο στάδιο.
El tumulto de la multitud fue ensordecedor.
Η λέξη "tumulto" προέρχεται από το λατινικό "tumultus", που σημαίνει αναστάτωση, θόρυβος ή ένταση. Η ρίζα της λέξης έχει συνδεθεί με πράξεις που σχετίζονται με αναταραχή ή φασαρία.
Συνώνυμα: - Revuelta (στάση) - Altercado (καυγάς) - Alboroto (φασαρία)
Αντώνυμα: - Orden (τάξη) - Calma (ηρεμία) - Tranquilidad (ησυχία)