Tupido είναι επίθετο.
/fuˈpi.ðo/
Η λέξη tupido χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι πυκνό ή χοντρό, όπως τα μαλλιά, οι θάμνοι ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο που έχει πυκνή ή παχιά σύσταση. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα και μπορεί να βρεθεί και σε γραπτό και σε προφορικό λόγο, αν και η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.
Το δάσος είναι πολύ πυκνό και σκοτεινό.
Tiene el cabello tupido y brillante.
Η λέξη tupido δεν είναι συνήθως μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά φέρει κάποια σημασία σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Σαύρα από πυκνά χόρτα.
Nubes tupidas se aproximan.
Πυκνά σύννεφα πλησιάζουν.
Un muro tupido de flores.
Η λέξη tupido προέρχεται από το λατινικό "tupidus", που σημαίνει "πυκνός" ή "παχύς".
Συνώνυμα: - Denso (πυκνός) - Grosor (παχύς)
Αντώνυμα: - Ralo (αραιός) - Delgado (λεπτός)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια εκτενή εικόνα της λέξης tupido στα ισπανικά και τη χρήση της στη γλώσσα.