Turba είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/ˈtuɾβa/
Η λέξη turba χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων που συγκεντρώνεται σε ένα μέρος, συνήθως με έντονη ή θορυβώδη συμπεριφορά. Σημαίνει εν γένει μία ομάδα ή πλήθος. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή και μπορεί να βρεθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά σε γραπτά συμφραζόμενα.
Το πλήθος συγκεντρώθηκε στην πλατεία για να διαμαρτυρηθεί.
Durante el concierto, la turba estaba muy emocionada.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη turba μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις για να δηλώσει καταστάσεις που αφορούν μεγάλες ομάδες ή τις συνέπειές τους.
Να βρίσκεσαι στη μέση του πλήθους.
La turba se descontroló tras el anuncio.
Το πλήθος ξέφυγε από τον έλεγχο μετά την ανακοίνωση.
No hay que temer a la turba si se actúa con calma.
Δεν πρέπει να φοβάσαι το πλήθος αν ενεργήσεις με ηρεμία.
La turba clamaba por justicia.
Το πλήθος ζητούσε δικαιοσύνη.
En la feria, la turba disfrutaba de los juegos.
Η λέξη turba προέρχεται από το λατινικό "turba", που σημαίνει "θόρυβος" ή "σύγχυση". Αντικατοπτρίζει την έννοια ενός ατακτοποίητου πλήθους με θορυβώδη χαρακτηριστικά.
Η λέξη turba έχει έναν πλούσιο πολιτιστικό και γλωσσικό υπόβαθρο, κάνοντάς την κεντρική σε πολλές συζητήσεις σχετικά με κοινωνικές κινητοποιήσεις και πολιτικούς ακτιβισμούς.