turbulento: επίθετο
turbulento: [tuɾβuˈlento]
Η λέξη turbulento αναφέρεται σε κάτι που είναι ασταθές, ανήσυχο ή ταραχώδες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει καταστάσεις ή γεγονότα που χαρακτηρίζονται από έντονη αναστάτωση ή ενοχλητική δραστηριότητα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο καθώς και στο προφορικό, ειδικά σε παράγοντες πολιτικής, κοινωνικών σχέσεων ή και καιρικών συνθηκών.
Η συνάντηση ήταν πολύ αναταραγμένη λόγω των διαφορών απόψεων.
El clima en el océano era turbulento, lo que causó preocupaciones en los barcos.
Ο καιρός στον ωκεανό ήταν ταραχώδης, γεγονός που προκάλεσε ανησυχίες στα πλοία.
Durante los años turbulentos de la revolución, muchas personas perdieron sus hogares.
Η λέξη turbulento χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Να ζεις σε έναν ταραγμένο κόσμο"
"Tiempos turbulentos en la política"
"Ταραγμένοι καιροί στην πολιτική"
"Relaciones turbulentas"
"Ταραχώδεις σχέσεις"
"Un mar turbulento"
"Μια ταραχώδης θάλασσα"
"Un pasado turbulento"
"Ένα ταραχώδες παρελθόν"
"Situaciones turbulentas en la escuela"
"Ταραχώδεις καταστάσεις στο σχολείο"
"Un carácter turbulento"
"Ένας ταραγμένος χαρακτήρας"
"Un periodo turbulento en mi vida"
Η λέξη turbulento προέρχεται από το λατινικό turbulentus, το οποίο σημαίνει «ταραχώδης» ή «αναστατωμένος». Συνδέεται με το ρήμα turbare, που σημαίνει «αναστατώνω» ή «ταράζω».
Συνώνυμα: - agitado (αναστατωμένος) - inquieto (ανήσυχος) - revuelto (ταραγμένος)
Αντώνυμα: - tranquilo (ήρεμος) - sereno (ήσυχος) - calmo (ήρεμος)