Η λέξη "turca" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου (IPA): /ˈtuɾka/
Η λέξη "turca" μπορεί να μεταφραστεί ως: - Τουρκάλα (ως αναφορά σε γυναίκα από την Τουρκία) - Τουρκική (για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με την Τουρκία)
Η λέξη "turca" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει γυναίκα που κατάγεται από την Τουρκία. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε οτιδήποτε σχετίζεται με την Τουρκία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και εμφανίζεται κυρίως σε προφορική γλώσσα, αλλά και γραπτά, όσον αφορά περιγραφές εθνότητας ή πολιτισμού.
Ella es una turca muy amable.
(Αυτή είναι μια πολύ ευγενική Τουρκάλα.)
Conocí a una turca en mis vacaciones.
(Γνώρισα μια Τουρκάλα στις διακοπές μου.)
Me encanta la comida turca que me preparó mi amiga turca.
(Μου αρέσει η τουρκική κουζίνα που μου ετοίμασε η Τουρκάλα φίλη μου.)
Η λέξη "turca" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων όπως άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα που σχετίζονται με την κουλτούρα ή την εθνότητα.
Ella habla el turco con fluidez, como una turca.
(Αυτή μιλάει τουρκικά με ευχέρεια, όπως μια Τουρκάλα.)
La música turca es muy rica en tradición.
(Η τουρκική μουσική είναι πολύ πλούσια σε παράδοση.)
Amo el té turco que prepara mi amiga turca.
(Λατρεύω το τουρκικό τσάι που ετοιμάζει η Τουρκάλα φίλη μου.)
Η λέξη "turca" προέρχεται από το "turco", το οποίο χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον σχέρη με την Τουρκία. Η ρίζα της λέξης σχετίζεται με την τουρκική γλώσσα και τον πολιτισμό.
Συνώνυμα: - Τουρκάλα - Τουρκική (ως επίθετο)
Αντώνυμα: - Μη τουρκάλα (σε κάποια συμφραζόμενα)
Αυτή είναι μια γενική εικόνα της λέξης "turca" στη γλώσσα Ισπανικά, περιλαμβάνοντας τη σημασία, τις χρήσεις της, τις παραδειγματικές προτάσεις και τη σχετική ετυμολογία.