Η λέξη "turco" είναι ένα επίθετο και μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αναφερόμενη σε κάποιον που κατάγεται από την Τουρκία ή σε κάτι που σχετίζεται με την Τουρκία.
/ˈtuɾ.ko/
Η λέξη "turco" χρησιμοποιείται για να περιγράψει οτιδήποτε σχετίζεται με την Τουρκία ή τους Τούρκους. Στη Δομινικανή Δημοκρατία, μπορεί να έχει και μια πιο απλή χρήση σε προφορικό λόγο. Εμφανίζεται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες και γραπτά κείμενα.
Ο Τούρκος είναι γνωστός για την φιλοξενία του.
La comida turca es deliciosa y variada.
Η λέξη "turco" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται σε αρκετά παραδείγματα:
Πηγαίνω να φάω ένα τουρκικό (φαγητό).
Σημείωση: Εδώ μπορεί να εννοείται ένα τουρκικό φαγητό, πχ. κεμπάπ.
Ese restaurante tiene el mejor turco de la ciudad.
Η λέξη "turco" προέρχεται από τη λατινική λέξη "Turcus", η οποία αναφερόταν στους Τούρκους.
Η λέξη "turco" είναι κοινώς αναγνωρίσιμη και χρησιμοποιείται, κυρίως στον προφορικό λόγο, για να περιγράψει τόσο ανθρώπους όσο και πολιτισμικές πτυχές που σχετίζονται με την Τουρκία.