turismo: ουσιαστικό
[tuˈɾizmo]
Η λέξη turismo αναφέρεται στη δραστηριότητα του τουρισμού, δηλαδή στην κίνηση ανθρώπων με σκοπό την αναψυχή και την επίσκεψη διαφορετικών τόπων. Η λέξη χρησιμοποιείται ευρέως στη γαλλική γλώσσα τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, με τις ίδιες ιδέες να επαναλαμβάνονται σε διάφορα πλαίσια της επικοινωνίας.
El turismo ha aumentado en nuestra ciudad en los últimos años.
«Ο τουρισμός έχει αυξηθεί στην πόλη μας τα τελευταία χρόνια.»
El gobierno está promoviendo el turismo sostenible.
«Η κυβέρνηση προάγει τον βιώσιμο τουρισμό.»
El turismo aporta muchos beneficios a la economía local.
«Ο τουρισμός προσφέρει πολλά οφέλη στην τοπική οικονομία.»
Η λέξη turismo χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Αν αναζητάς emoción, el turismo de aventura es lo mejor.
«Αν αναζητάς συγκίνηση, ο τουρισμός περιπέτειας είναι το καλύτερο.»
Turismo cultural
«Ο πολιτιστικός τουρισμός»
El turismo cultural ayuda a preservar nuestras tradiciones.
«Ο πολιτιστικός τουρισμός βοηθά στην διατήρηση των παραδόσεών μας.»
Turismo gastronómico
«Ο γαστρονομικός τουρισμός»
El turismo gastronómico es muy popular en nuestro país.
«Ο γαστρονομικός τουρισμός είναι πολύ δημοφιλής στη χώρα μας.»
Turismo ecológico
«Ο οικολογικός τουρισμός»
Fomentar el turismo ecológico es esencial para proteger el medio ambiente.
«Η προώθηση του οικολογικού τουρισμού είναι απαραίτητη για την προστασία του περιβάλλοντος.»
Turismo de sol y playa
«Ο τουρισμός του ήλιου και της παραλίας»
Η λέξη turismo προέρχεται από την ιταλική λέξη turismo, η οποία είναι παράγωγο του λατινικού turris, που σημαίνει "πύργος", υποδηλώνοντας την έννοια της αναζήτησης και εξερεύνησης άλλων τόπων.
Συνώνυμα: - Viaje (ταξίδι) - Excursión (εκδρομή)
Αντώνυμα: - Estancamiento (στάσιμη κατάσταση) - Desinterés (αδιαφορία)