Η λέξη "turista" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "turista" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /tuˈrista/.
Η λέξη "turista" αναφέρεται σε ένα άτομο που ταξιδεύει σε μέρη εκτός της καθημερινής του διαβίωσης, συνήθως για αναψυχή και εξερεύνηση. Στην ισπανική γλώσσα, η χρήση της είναι συχνή και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιείται πιο συχνά στα πλαίσια συζητήσεων που σχετίζονται με τα ταξίδια και τις τουριστικές δραστηριότητες.
Ο τουρίστας εκτιμά την ομορφιά του τοπίου.
La turista tomó muchas fotos durante su viaje.
Η λέξη "turista" χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες ενδέχεται να διαφέρουν ανά περιοχή.
(Χρήση: Αναφέρεται σε κάποιον που επισκέπτεται ένα μέρος για λίγο).
Turista perdido.
(Χρήση: Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει μπερδευτεί σε ένα μέρος).
Turista cultural.
(Χρήση: Αναφέρεται σε κάποιον τουρίστα που ενδιαφέρεται κυρίως για την κουλτούρα και τα πολιτιστικά αξιοθέατα).
El turista siempre busca nuevas aventuras.
Ο τουρίστας πάντα αναζητά νέες περιπέτειες.
No seas turista, aprende sobre la cultura local.
Η λέξη "turista" προέρχεται από το λατινικό "tornare", που σημαίνει "γυρίζω ή περιστρέφω". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της περιπλάνησης και της εξερεύνησης.