Ρήμα.
/tuˈte.aɾ/
Η λέξη "tutear" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος απευθύνεται σε άλλον με τον οικείο τρόπο, χρησιμοποιώντας τη μορφή του δεύτερου προσώπου ενικού ("tú") αντί για τη μορφή του επίσημου ή υποδηλωτικού ("usted"). Είναι μια συνήθης πρακτική σε καταστάσεις φιλίας ή όταν οι άνθρωποι είναι οικείοι ο ένας με τον άλλο. Γενικά, το "tutear" χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο παρά στο γραπτό πλαίσιο.
Είναι καλύτερο να απευθύνεσαι με "εσύ" στους φίλους σου για να δημιουργήσεις μια πιο οικεία ατμόσφαιρα.
En el trabajo, es común tutear a los compañeros más jóvenes.
Στη δουλειά, είναι συνηθισμένο να απευθύνεσαι με "εσύ" στους νεότερους συναδέλφους.
Yo prefiero que me tuteen, ya que me hace sentir más cómodo.
Η λέξη "tutear" δεν έχει πολλές έτοιμες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συναντάται σε φράσεις και εκφράσεις που σχετίζονται με την οικειότητα και τη φιλία:
Μερικές φορές είναι δύσκολο να απευθυνθείς με "εσύ" σε κάποιον που δεν γνωρίζεις καλά.
Si no estás seguro, es mejor empezar con un "usted" antes de tutear.
Αν δεν είσαι σίγουρος, είναι καλύτερα να αρχίσεις με ένα "σείς" πριν να χρησιμοποιήσεις τον "εσύ".
En algunas culturas, tutear es una señal de confianza.
Σε κάποιες κουλτούρες, το να απευθύνεσαι με "εσύ" είναι σημάδι εμπιστοσύνης.
Tutear a la profesora fue un gran paso para mí.
Το να απευθυνθώ με "εσύ" στη δασκάλα ήταν ένα μεγάλο βήμα για μένα.
En nuestra familia, siempre nos tuteamos y eso une más.
Η λέξη "tutear" προέρχεται από τον όρο "tú", που σημαίνει "εσύ" στα Ισπανικά, και το ρήμα "tutear" προκύπτει από την ανάγκη να διαφοροποιηθούν οι τύποι απεύθυνσης χωρίς να αλλάξει το νόημα.