Το "tutelar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /tu.teˈlaɾ/
Η λέξη "tutelar" χρησιμοποιείται στη σημασία της προστασίας ή της επιτήρησης ενός ατόμου ή μιας κατάστασης. Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον νομικό τομέα, αναφερόμενη στη διαδικασία προστασίας ανηλίκων ή ατόμων με περιορισμένες ικανότητες. Είναι κάτι που συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με μια ελαφριά προτίμηση στην γραπτή χρήση, ειδικά σε νομικά συμφραζόμενα.
El abogado tiene el deber de tutelar los derechos de su cliente.
(Ο δικηγόρος έχει το καθήκον να προστατεύει τα δικαιώματα του πελάτη του.)
Es fundamental tutelar el bienestar de los niños en la sociedad.
(Είναι θεμελιώδες να προστατεύουμε την ευημερία των παιδιών στην κοινωνία.)
Η λέξη "tutelar" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδεθεί με φράσεις που αναφέρονται στη φροντίδα ή την επιτήρηση.
Se ha creado una figura legal que tutela los intereses de los ancianos.
(Έχει δημιουργηθεί μια νομική μορφή που προστατεύει τα συμφέροντα των ηλικιωμένων.)
Las leyes deben tutelar la integridad de las personas vulnerables.
(Οι νόμοι πρέπει να προστατεύουν την ακεραιότητα των ευάλωτων ατόμων.)
Η λέξη "tutelar" προέρχεται από το λατινικό "tutela", που σημαίνει προστασία ή επιτήρηση. Στην ισπανική γλώσσα, η ρίζα της λέξης υποδηλώνει τη διαδικασία της παροχής φροντίδας ή καθοδήγησης.
Συνώνυμα: - Custodiar (φροντίζω, επιβλέπω) - Proteger (προστατεύω) - Supervisar (υποβλέπω)
Αντώνυμα: - Abandonar (παραιτούμαι, εγκαταλείπω) - Desproteger (αφαιρώ την προστασία)
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν τη σημασία και την χρησιμότητα της λέξης "tutelar" στους τομείς του δικαίου και των γενικών συνθηκών.