Το "ubicarse" είναι ρήμα.
Η φωνητική του μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /uβiˈkaɾse/.
Το "ubicarse" σημαίνει να τοποθετείται ή να βρίσκεται σε κάποιον συγκεκριμένο χώρο ή κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την τοποθεσία ή την κατάσταση κάποιου ατόμου ή αντικειμένου. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και στο γραπτό και στο προφορικό λόγο, με μικρή προτίμηση στο προφορικό.
"Necesito ubicarme antes de salir."
"Πρέπει να τοποθετηθώ πριν φύγω."
"Ella no podía ubicarse en la nueva ciudad."
"Αυτή δεν μπορούσε να βρει τη θέση της στην καινούργια πόλη."
"¿Puedes ayudarme a ubicar este lugar en el mapa?"
"Μπορείς να με βοηθήσεις να εντοπίσω αυτό το μέρος στον χάρτη;"
Η λέξη "ubicarse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Ubicarse en el tiempo"
"Τοποθετείστε τον εαυτό σας στο χρόνο."
Σημαίνει να κατανοήσεις την κατάσταση και να αναγνωρίσεις πού βρίσκεσαι χρονικά.
"No me ubico"
"Δεν μπορώ να καταλάβω πού βρίσκομαι."
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος νιώθει χαμένος ή αποπροσανατολισμένος.
"Ubícalo en su contexto"
"Τοποθέτησέ το στο συμφραζόμενο."
Δηλώνει την ανάγκη να κατανοηθεί μια κατάσταση σύμφωνα με το καλύτερο πλαίσιο.
"Ubicarse en el mundo"
"Να τοποθετηθείς στον κόσμο."
Σημαίνει να βρεις τη θέση ή το ρόλο σου στη ζωή ή στην κοινωνία.
Η λέξη "ubicarse" προέρχεται από το λατινικό "ubicus", που σημαίνει "σε ποιο μέρος" και το ρήμα "carse", που σχετίζεται με την έννοια της τοποθέτησης ή του εντοπισμού.
Συνώνυμα: - localizarse - situarse - posicionarse
Αντώνυμα: - desubicarse - alejarse - perderse