ultraje: ουσιαστικό
[ul'tɾaxe]
Η λέξη ultraje αναφέρεται σε μια σοβαρή προσβολή ή βλασφημία, συχνά συνεπαγόμενη έντονα συναισθηματική αντίδραση από τον θιγόμενο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Στην ισπανική γλώσσα, το ultraje χρησιμοποιείται και στον προφορικό αλλά και στο γραπτό λόγο, αν και παρατηρείται μεγαλύτερη συχνότητα σε νομικά κείμενα και επίσημες συζητήσεις.
El ultraje hacia la figura del presidente es inaceptable.
(Η προσβολή προς τη φιγούρα του προεδρου είναι απαράδεκτη.)
La ley castiga el ultraje a la bandera nacional.
(Ο νόμος τιμωρεί την προσβολή προς την εθνική σημαία.)
El periodista sufrió un ultraje por sus opiniones.
(Ο δημοσιογράφος υπήρξε θύμα προσβολής για τις απόψεις του.)
Ejemplo: Ayer, recibió un ultraje en plena calle.
(Χθες, δέχθηκε μια προσβολή στο μέσο του δρόμου.)
Cometer un ultraje
(Να διαπράξεις μια προσβολή)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πράξεις που θεωρούνται προσβλητικές ή αηδιαστικές.
Ejemplo: Cometió un ultraje al hablar de su familia de esa manera.
(Διέπραξε προσβολή μιλώντας για την οικογένειά του με αυτόν τον τρόπο.)
Ultraje a la memoria
(Προσβολή στη μνήμη)
Αναφέρεται σε ενέργειες ή δηλώσεις που προσβάλλουν την μνήμη κάποιου διότι θεωρούνται αναξιοπρεπείς.
Η λέξη ultraje προέρχεται από το λατινικό "ultracium", που σημαίνει "να ξεπερνά", "να προχωρά πέρα από". Συνδέεται έντονα με την έννοια υπέρβασης σε σχέση με κάποιες ηθικές ή κοινωνικές προσδοκίες.
Συνώνυμα: - agravio (βλάβη) - ofensa (παράβαση)
Αντώνυμα: - respeto (σεβασμός) - honra (τιμή)