Umbilical είναι επίθετο.
[ʌmˈbɪlɪkəl]
Η λέξη "umbilical" αναφέρεται συνήθως σε οτιδήποτε σχετίζεται με τον ομφάλιο λώρο, που είναι ο ιστός που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα στη μήτρα. Στη γλώσσα των ιατρικών και ανατομικών όρων, χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως η ιατρική, η γυναικολογία και η νεογνολογία. Η χρήση της σε προφορικό λόγο είναι σχετικά συχνή σε ιατρικές συζητήσεις, ενώ στο γραπτό κείμενο χρησιμοποιείται ακόμα πιο συχνά σε ιατρικά κείμενα και αναφορές.
Ο ομφάλιος λώρος είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του εμβρύου.
La separación del cordón umbilical debe hacerse con cuidado.
Η λέξη "umbilical" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και αυτές δεν είναι πολύ συχνές.
Υπάρχει ένας ομφάλιος δεσμός ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί.
La conexión umbilical con la cultura es esencial en su vida.
Η ομφάλια σύνδεση με τον πολιτισμό είναι ουσιώδης στη ζωή του/της.
Muchos sienten un lazo umbilical con su tierra natal.
Η λέξη "umbilical" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "umbilicus", η οποία σημαίνει "ομφάλιος λώρος" ή "ομφαλός".
Συνώνυμα: - Ομφαλικός - Ομφάλιος
Αντώνυμα: - Δεν υπάρχει άμεσο αντίθετο, διότι πρόκειται για ιατρικό και ανατομικό όρο. Στις περιπτώσεις που δεν σχετίζεται με τον ομφάλιο λώρο, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς όρους που αναφέρονται σε άλλες περιοχές του σώματος, όπως "περιφερειακός".