un (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου
Το "un" είναι ένα επίθετο στην Ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "un" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /un/.
Χρήση στην Ισπανική
Η λέξη "un" στα Ισπανικά σημαίνει "ένας" ή "μία" και χρησιμοποιείται πάρα πολύ συχνά και στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις
- Leí un libro interesante. (Διάβασα ένα ενδιαφέρον βιβλίο.)
- Un día soleado es perfecto para salir a pasear. (Μια ηλιόλουστη μέρα είναι ιδανική για να βγείτε βόλτα.)
Ετυμολογία
Η λέξη "un" προέρχεται από τα Λατινικά.
Συνώνυμα και Αντώνυμα
- Συνώνυμα: único/a, individual
- Αντώνυμα: dos, tres
Ιδιωματικές εκφράσεις
- De uno en uno: Ένας ένας, ατομικά.
- Más uno: Ένα επιπλέον.
- Uno por uno: Ένας από έναν.
- A uno le entra por un oído y le sale por el otro: Ακούει τα λόγια κάποιου χωρίς να τα επεξεργαστεί.