un niño difícil (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Μέρος του λόγου:
Άρθρο (un), ουσιαστικό (niño), επίθετο (difícil).
Φωνητική μεταγραφή:
un niño difícil -> [un ˈnjo.ɲo ˈdi.fiθil]
Χρήση στα Ισπανικά:
Η φράση "un niño difícil" σημαίνει "ένα δύσκολο παιδί". Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- Juan tiene un niño difícil de manejar. (Ο Juan έχει ένα παιδί που δύσκολα χειρίζεται.)
- Es un reto educar a un niño difícil. (Είναι μια πρόκληση να ανατρέφεις ένα δύσκολο παιδί.)
Ετυμολογία:
Η λέξη "difícil" προέρχεται από το λατινικό "difficilis", που σημαίνει δύσκολος ή απαιτητικός.
Συνώνυμα:
- complicado
- problemático
- exigente
Αντώνυμα: