"Un poco" είναι μια φράση που αποτελείται από ένα άρθρο και μια λέξη. Ακριβώς η δομή της είναι: - "un" (άρθρο) - "poco" (επίθετο)
Η φωνητική μεταγραφή της φράσης "un poco" είναι: /un ˈpoko/
Η φράση "un poco" σημαίνει "λίγο" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει μικρές ποσότητες ή βαθμούς. Είναι πολύ χρησιμοποιούμενη στην ισπανική γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά πιο συχνά στον προφορικό. Συχνά χρησιμοποιείται σε καθημερινές συζητήσεις, όπως σε παραγγελίες φαγητού ή σε περιγραφές συναισθημάτων.
"Θέλω λίγο ζάχαρη στον καφέ μου."
"Necesito un poco de tiempo para pensar."
"Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να σκεφτώ."
"Ella está un poco cansada hoy."
Η φράση "un poco" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
"Να κάνεις λίγο θόρυβο."
"Dar un poco de amor."
"Να δώσεις λίγο αγάπη."
"Un poco de paciencia."
"Λίγη υπομονή."
"Un poco de todo."
"Λίγο από όλα."
"Es un poco tarde."
"Είναι λίγο αργά."
"Un poco más."
"Λίγο παραπάνω."
"Baila un poco."
"Χόρεψε λίγο."
"Un poco de sal."
Η λέξη "poco" προέρχεται από τη λατινική λέξη "paucus", που σημαίνει "λίγος" ή "μικρός". Ο σύνδεσμος με το άρθρο "un" τονίζει την έννοια της ποσότητας.
Συνώνυμα: - algo - una pequeña cantidad - poco
Αντώνυμα: - mucho (πολύ) - bastante (αρκετά) - un gran cantidad (μεγάλη ποσότητα)